εξαποθνήσκω

εξαποθνήσκω
ἐξαποθνῄσκω (AM)
στους κωμ. ποιητ. αντί αποθνῄσκω
πεθαίνω («ἤν ὁ πατὴρ ἐμοὶ διδῷ τὰ χρήματα νόθῳ 'ξαποθνῄσκων», Αριστοφ.)
μσν.
λιποθυμώ
και η μτχ. ἐξαποθαμένος
λιπόθυμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”